Εχουμε τους περισσότερους τομογράφους στην Ευρώπη

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
11/4/2010
Της Γαληνης Φουρα





 Από τους 381 αξονικούς, μόνο οι 124 ανήκουν στο Δημόσιο

Η Ελλάδα αναλογικά με τον πληθυσμό της έχει περισσότερους αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους από χώρες με ανεπτυγμένα συστήματα Yγείας, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Δανία. Ομως, τα περισσότερα μηχανήματα, η γεωγραφική κατανομή των οποίων είναι αυθαίρετη, βρίσκονται σε ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα, παρ’ ότι κατά κανόνα τα επείγοντα περιστατικά κατευθύνονται στα δημόσια νοσοκομεία. Σύμφωνα με πρόσφατα έγκυρα στοιχεία, από τους 381 αξονικούς τομογράφους, μόνο οι 124 ανήκουν σε νοσοκομεία, στο ΙΚΑ ή σε άλλους δημόσιους φορείς. Στους μαγνητικούς η «ανισορροπία» διευρύνθηκε τα τελευταία χρόνια υπέρ του ιδιωτικού τομέα, με την προσθήκη 153 νέων μηχανημάτων. Από τους 244 μαγνητικούς τομογράφους μόνο οι 33 ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πρόκειται για ένα ελληνικό παράδοξο, καθώς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η τεχνολογία ανήκει στο Δημόσιο. Στη χειρότερη περίπτωση, σύμφωνα με τον διευθυντή Πυρηνικής Ιατρικής του Ευαγγελισμού Γιάννη Δατσέρη, η αναλογία είναι «εννέα δημόσια ένα ιδιωτικό μηχάνημα».


Μητρώο

«Είναι ανάγκη», δήλωσε στην «Κ» ο σύμβουλος ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού Χρήστος Καζάσης, «να δημιουργηθεί ένα μητρώο ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, που να περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες. Οχι μόνον πόσα μηχανήματα υπάρχουν, πού βρίσκονται και πότε αγοράστηκαν, αλλά και πώς συντηρούνται, πόσο και από ποιους χρησιμοποιούνται (αν οι χειριστές είναι εκπαιδευμένοι), εάν πρέπει να αντικατασταθούν και με τι κόστος.
Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρεις ακριβώς πότε θα εξαντληθεί μια λυχνία ενός αξονικού, όπως έγινε στη Βέροια, αλλά μπορείς να το υπολογίσεις και να λάβεις τα μέτρα σου».
Το υπουργείο Υγείας προχωράει στην καταγραφή όλων των δεδομένων, υπό την εποπτεία του γενικού γραμματέα Δημόσιας Υγείας, Αντώνη Δημόπουλου, για τη δημιουργία μητρώου τεχνολογικού εξοπλισμού.

Τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Υγείας προς τον ΟΟΣΑ δεν αντικατοπτρίζουν τη σημερινή πραγματικότητα. Ο διεθνής Οργανισμός στις ετήσιες εκθέσεις του αναφέρει ως πηγές για την Ελλάδα: υπουργείο Υγείας για στοιχεία έως το 2002 και Χρήστος Καζάσης (Biomedical Technology Consultant), από το 2005 και μετά. Από τα δεδομένα του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η Ελλάδα διαθέτει 25,8 αξονικούς τομογράφους ανά εκατομμύριο πληθυσμού και 21 μαγνητικούς, όταν ο μέσος όρος των κρατών-μελών είναι 10 μηχανήματα κατ’ αναλογίαν κατοίκων. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία έχουν πολύ μεγάλη «πυκνότητα» μαγνητικών, η Ελλάδα είναι «υψηλά» και ακολουθούν κατά σειρά Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γερμανία, Καναδάς, Πορτογαλία, Μ. Βρετανία, Γαλλία και Αυστραλία. Το μεγαλύτερο μερίδιο στην ελληνική αγορά κατέχει η Siemens με 112 μηχανήματα και ακολουθούν η G. E. Healthcare με 61 και η Philips με 58.

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, το υπουργείο Εργασίας μελετά την εφαρμογή κατευθυντηρίων οδηγιών που έχουν τεθεί στην Ευρώπη και στην Αμερική, οι οποίες καθορίζουν πού ενδείκνυται η χρήση μαγνητικής. Στόχος είναι να περιοριστεί το πρόβλημα της κατάχρησης εξετάσεων, που επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία με εκατομμύρια ευρώ ετησίων (μια μαγνητική τομογραφία τιμολογείται 280 ευρώ). Το πρόβλημα έχει ενταθεί με φαινόμενα προκλητής ζήτησης, αφού μετά το 2004 εισήχθησαν στην ιδιωτική αγορά 153 νέοι μαγνητικοί τομογράφοι. Η πραγματοποίηση μη αναγκαίων αξονικών, που κοστίζουν 73 ευρώ η εξέταση ανά πεδίο και 300 ευρώ η ολοσωματική, έχει επιπλέον συνέπεια την επιβάρυνση του ασθενούς με άσκοπη ακτινοβολία.

«Δεν είναι τα πολλά συστήματα αξονικών και μαγνητικών τομογράφων υπεύθυνα για τις δαπάνες υγείας, αλλά η υπερβολική και άχρηστη χρήση τους», επισημαίνει ο Χρήστος Καζάσης. «Η αυθαίρετη και άναρχη εγκατάσταση συστημάτων ιατρικής απεικόνισης (αξονικοί και μαγνητικοί τομογράφοι, συστήματα εκπομπής ποζιτρονίων, ψηφιακοί μαστογράφοι) πρέπει να σταματήσει και να διαμορφωθεί ένας ενιαίος τεχνολογικός χάρτης υγείας, ανάλογα με τις ανάγκες παροχής υπηρεσιών, την ηλικιακή κατάσταση του εξοπλισμού και άλλους παράγοντες που περιλαμβάνονται στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Καταγραφής COCIR».