Το κράτος... ξέχασε τον νόμο για τους γιατρούς εργασίας


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
3/4/2010
Της ΜΑΙΡΗΣ ΠΙΝΗ



Κράτος εναντίον κράτους. Ετσι μόνο μπορεί να περιγραφεί η κατάσταση που παρουσιάζουν οι διατάξεις των νόμων περί «γιατρών εργασίας». Κύριος παραβάτης δεν είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις -αν και ορισμένες εξ αυτών, τυπικά διαθέτουν- αλλά το κράτος-εργοδότης!
Η Ελλάδα βάσει της ελληνικής και κοινοτικής νομοθεσίας πρέπει να διαθέτει γιατρό εργασίας: στη Βουλή, στα υπουργεία, στα εποπτευόμενα ΝΠΔΔ, στα δικαστικά μέγαρα, στα σώματα στρατού και στα δημόσια νοσοκομεία. Διαθέτει; Η απάντηση είναι «όχι».
Ο Αλέξης Δημητρίου, μηχανολόγος - μηχανικός, μέλος του ΤΕΕ και βοηθός διευθυντής στη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης της ΔΕΗ, έχει καταγγείλει τη χώρα μας πάνω από τέσσερις φορές από το 2007 έως το 2009 τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στα συναρμόδια υπουργεία στην Ελλάδα.
Τρεις νόμοι (1568/85, 1558/85, 1836/89), επτά Προεδρικά Διατάγματα, δύο κοινές αποφάσεις πρωθυπουργού με τον υπουργό Οικονομικών και κατ' ανάθεση στον υφυπουργό Οικονομικών, μία υπουργική απόφαση και μία γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας. Στα ανωτέρω προστίθενται και άλλα 120 νομοθετήματα, Προεδρικά Διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Ολα αυτά επιβάλλουν την ύπαρξη γιατρών εργασίας στις επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία 25 χρόνια. Χωρίς, όμως, να υπάρχει αποτέλεσμα.
Σήμερα, βάσει των ανωτέρω έπρεπε να υπήρχαν 1.200 εξειδικευμένοι γιατροί εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούν τους 130.
Η Ιλιάνα Σακκά, εκπρόσωπος της ΑΔΕΔΥ στο Συμβούλιο Υγιεινής και Ασφάλειας στην Εργασία, περιγράφει: «Η ειδικότητα ιατρικής της εργασίας για 25 χρόνια βρίσκεται σε περιπέτειες για την κατοχύρωσή της και την ανάπτυξή της και από τους 130 ειδικούς γιατρούς εργασίας, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι άνεργοι.
Μάταια η Εταιρεία Ιατρικής της Εργασίας και Προστασίας του Περιβάλλοντος από κοινού με την ΑΔΕΔΥ και τη ΓΣΕΕ προσπαθούμε να αναδείξουμε το πρόβλημα και τις υποχρεώσεις του κράτους-εργοδότη».
«Οι εργοδότες έχουν συνάψει συμβάσεις με ιδιωτικά ιατρικά κέντρα και πολυιατρεία και στέλνουν τους εργαζομένους εκεί», μας λέει ο Ανδρέας Κολλάς, υπεύθυνος Υγιεινής και Ασφάλειας στην Εργασία της ΓΣΣΕ. «Από το 2003 -18 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου 1568/85- μετά από επανειλημμένες παρεμβάσεις των συνδικαλιστικών φορέων και της Εταιρείας της Εργασίας, βάσει του ν. 3144/03, δόθηκε η δυνατότητα να τεθεί τέρμα στις μεταβατικές διατάξεις άσκησης καθηκόντων του γιατρού εργασίας. Ετσι, με απόφαση του ΚΕΣΥ, αντί της ειδικότητας Ιατρικής της Εργασίας, 500 γιατροί, άλλων ειδικοτήτων, ασκούσαν καθήκοντα γιατρού εργασίας»!
«Η Ελλάδα -συνεχίζει- είναι εκτεθειμένη στην Ε.Ε. αφού έχει δηλώσει μόνον 35 επαγγελματικές ασθένειες, ακριβώς επειδή δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ικανός αριθμός ειδικών γιατρών εργασίας. Γι' αυτό το σοβαρό θέμα δεν υπήρξε κανένας διάλογος, ούτε και γνωμοδότηση από το Σώμα Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΣΥΑΕ), όπως προβλέπει η νομοθεσία, κάτι που η ΓΣΣΕ το απαιτεί».
Τονίζεται ότι βάσει της νομοθεσίας κάθε επιχείρηση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα που απασχολεί από 50 και άνω εργαζομένους πρέπει να διαθέτει γιατρό εργασίας. Στις μικρές επιχειρήσεις, όπου δεν υπάρχει γιατρός εργασίας ή ειδικευμένο προσωπικό με τεχνικές γνώσεις σε θέματα Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ), θεωρείται απαραίτητη η περιοδική παρουσία του τεχνικού ασφαλείας για την εποπτεία της ΥΑΕ.

Ο υπεύθυνος της ΓΣΣΕ λέει ακόμη ότι «πολλοί εργοδότες, ενώ έχουν περιορισμούς σχετικά με τον αριθμό του προσωπικού, εξακολουθούν να ασκούν καθήκοντα τεχνικού ασφαλείας με περισσότερο προσωπικό από αυτό που τους επιτρέπεται. Ετσι, για να "φαίνονται νομοταγείς" δηλώνουν λιγότερο προσωπικό στα ΚΕΠΕΚ από αυτό που πραγματικά είναι δηλωμένο στην Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας»!
Ακόμα περισσότερο δηκτικός γίνεται ο Γιάννης Τασούλας, εκπρόσωπος του ΠΑΜΕ: «Το ζήτημα των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας δεν είναι αποσπασμένο από την εφαρμογή μιας πολιτικής. Ολες οι κυβερνήσεις που έχουν περάσει μέχρι σήμερα η μόνη αγωνία που έχουν είναι πώς θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η ζωή του εργαζομένου λογίζεται σαν κόστος και θυσιάζεται στο όνομα του κέρδους, της πλουτοκρατίας. Ολα αυτά τα χρόνια οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν ενίσχυσαν την άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων με εξαντλητικά ωράρια, εντατικοποίηση της εργασίας, με αποτέλεσμα καθημερινά να συμβαίνουν εργοδοτικά εγκλήματα στους χώρους δουλειάς. Χιλιάδες εργάτες έχουν χάσει τη ζωή τους βυθίζοντας στο πένθος τις οικογένειές τους. Κυβέρνηση και εργοδοσία χύνουν κροκοδείλια δάκρυα αιτιολογώντας τα εγκλήματα στην "κακιά" στιγμή και στην "απροσεξία" του εργαζομένου. Θέλουν να κρύψουν τις ευθύνες τους, να ρίξουν στάχτη στα μάτια του εργαζόμενου λαού, ώστε να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη δράση τους».
Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, υπεύθυνος για το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, Μιχάλης Χάλαρης, για το θέμα αυτό επισημαίνει στην «Ε»: «Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν δεν διευθέτησαν το θέμα, αλλά οδήγησαν σε μια αιμορραγική κατάσταση ενός θεσμού, ο οποίος με προϋποθέσεις και εχέγγυα θα μπορούσε να αποδώσει πολλά για τον Ελληνα εργαζόμενο. Η τελευταία, δε, ρύθμιση του θέματος με Κοινή Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2009, οδήγησε σε περαιτέρω σύγχυση, καθώς δεν έλαβε υπ' όψιν της τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και τις υπάρχουσες πρακτικές δυσκολίες»